- εξελλήνιση
- [-ις (-εως)] η , εξελλήνισμός ο1) эллинизация; 2) перевод на греческий (язык)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξελλήνιση — η ο εξελληνισμός … Dictionary of Greek
εξελλήνιση — η 1. η μεταβολή κάποιου σε Έλληνα ή σε ελληνικό. 2. το να εμφανίζει ξένη λέξη γραμματικό τύπο και χρήση ελληνικής λέξης. 3. η μετάφραση στα ελληνικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξελληνισμός — ο η εξελλήνιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)